Τοποθεσίες βορειοανατολικά του Κασσανδρινού

(Ο αριθμός μέσα σε παρένθεση μετά το όνομα τοπωνυμίου παραπέμπει στην κατά προσέγγιση θέση του στο επισυναπτόμενο σκαρίφημα).

Ανεβαίνω την ανηφοριά του ασφαλτοστρωμένου δασικού δρόμου Κασσανδρινού-Πολυχρόνου με κατεύθυνση βόρεια. Στο τέλος της μικρής αυτής ανηφοριάς σταματώ στην τοποθεσία «ΜΥΛΟΣ» (1). Εδώ υπήρχε παλιά ανεμόμυλος ιδιοκτησίας της οικογένειας των Μυλωναίων από το Κασσανδρινό, που εξυπηρετούσε για πολλά χρόνια τις ανάγκες του χωριού και της γειτονικής Φούρκας για άλεση σταριού και κτηνοτροφών (γιαρμάδων).



Βορειανατολικά της γέφυρας (σημείο όπου ενώνεται ο "Ζωγραφίτικος Λάκκος" με τον "Τρανό Λάκκο") και σε απόσταση λιγότερη από χίλια μέτρα εντοπίζω διαδοχικά τις εξής τοποθεσίες:

α. Την τοποθεσία «ΠΑΛΙΟΒΡΥΣΗ» (27) όπου και η ομώνυμη βρύση με το εξαίρετο πόσιμο νερό που μεταφέρθηκε στη δεκαετία του 1930 στο χωριό. Με χρήματα της κοινότητας κατασκευάστηκε τότε σε οικόπεδο της οικογένειας των αδελφών Μαργαρίτη υδατοδεξαμενή και από εκεί τον νερό διοχετευόταν σε τρεις βρύσες μέσα στον οικισμό. Η μια απ’ αυτές ήταν κοντά στην εκκλησία, η άλλη στο κέντρο του χωριού κοντά στο μεγάλο Σπανέικο σπίτι και η τρίτη στη μικρή πλατειούλα στη Μανωλέικη γειτονιά. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο και την κατοχή, το χωριό προμηθεύτηκε νερό από γεωτρήσεις και από τις παραπάνω βρύσες απόμειναν μόνο δυο, εκείνη της εκκλησίας και η άλλη στη Μανωλέικη γειτονιά κοντά στο νεκροταφείο.

β. Την τοποθεσία «ΠΕΤΣΕΝΙΑ ΜΑΝΤΡΙΝΙΑ» (29) που η ονομασία της είναι περίεργη και σουρεαλιστική. Κατά τη γνώμη μου το επίθετο «ΠΕΤΣΕΝΙΑ» που χαρακτηρίζει το ουσιαστικό «ΜΑΝΤΡΙΝΙΑ» προέρχεται από τη λέξη πετσί δηλαδή δέρμα κακοκατεργασμένο, που σε μορφή και έκφραση επιθέτου προσδιορίζει κάτι το πρόχειρο, το ευτελές, το μικρής αξίας, το δε ουσιαστικό «ΜΑΝΤΡΙΝΙΑ» σημαίνει ένα μαντρί για γιδοπρόβατα. Έτσι η ονομασία «ΠΕΤΣΕΝΙΑ ΜΑΝΤΡΙΝΙΑ» σημαίνει πιθανώς πρόχειρο κατασκευασμένο μαντρί.

γ. Την τοποθεσία «ΤΡΑΟΥ» (28) που η ονομασία της προήλθε κατά πάσα πιθανότητα από τη λέξη «τράγος» και ίσως από κάποιον «ιστορικό τράγο», δεδομένου ότι και στις τρεις παραπάνω τοποθεσίες υπήρχαν πολλά μαντριά, κυρίως χειμαδιά (μαντριά για το χειμώνα), λόγω του υπήνεμου της περιοχής, των πλούσιων βοσκότοπων και του νερού της Παλιάς βρύσης. Στην τοποθεσία αυτή, ένας γραφικός τύπος του χωρίου ο Σταμάτης, ο πάντα σουρωμένος απ’ το πιοτί καλλιεργούσε ένα όμορφο περιβόλι με κηπευτικά και οπωροφόρα δέντρα.

Ανατολικά από την τοποθεσία ΜΥΛΟΣ εντοπίζω στη σειρά τις τοποθεσίες:
α. Την τοποθεσία «ΔΕΝΤΡΑ» (2), με πυκνό δάσος αυτοφυών βαλανιδιών, πήρε δε την ονομασία της ακριβώς από τις βαλανιδιές αφού στην Κασσαντρινή ντοπιολαλιά δέντρο ονομάζεται η βαλανιδιά.
β. Την τοποθεσία «ΕΛΙΕΣ» (3), μια μικρή πλαγιά στα ανατολικά όρια του χωριού, κατάφυτη από ελαιόδεντρα απ’ όπου και το όνομά της, ιδιοκτησίας της οικογένειας του Δημήτρη Λιάπη. Σήμερα οι δυο παραπάνω τοποθεσίες, μορφολογικά έχουν αλλάξει γιατί πουλήθηκαν σαν οικόπεδα και κτίστηκαν σπίτια.
γ. Την τοποθεσία «ΠΑΠΠΟΥΣ» (4) την οποία αποτελούν δυο πευκόφυτοι λοφίσκοι που ανάμεσα τους έχει σχηματιστεί μια μικρή χαράδρα από ένα μικρό χείμαρρο (πολύ επικίνδυνο όμως σε μεγάλες βροχοπτώσεις για τα Μανωλέικα) που καταλήγει στη συμβολή του Ξηροπόταμου, του Τρανού Λάκκου και του Ξερόλακκου (αυτού που έρχεται από τις ΣΥΚΙΕΣ και τον ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ). Το όνομα της τοποθεσίας αυτής είναι άγνωστο πως προέκυψε. Ίσως από κάποιον παππού που καλλιεργούσε το γόνιμο και καλλιεργήσιμο χώρο της μικρής χαράδρας. Ο ΠΑΠΠΟΥΣ στα παλιά χρόνια ήταν το σημείο προσανατολισμού των Κασσαντρινιωτών. Χαρακτηριστική ήταν η απάντηση όταν τους ρωτούσε κανείς από που είναι η Ανατολή. "Μα από τον Παππού από κει που βγαίν’ ο Ήλιος", απαντούσε χωρίς δισταγμό αυτός που του απευθύνονταν η ερώτηση.

Πίσω ακριβώς από τον «ΠΑΠΠΟΥ», βορειοανατολικά, εντοπίζω την τοποθεσία «ΚΑΝΑΛΙΑ» (6), ένα στενόμακρο μικρό οροπέδιο με πυκνή και ποικίλη βλάστηση και ανατολικότερα προς την πλευρά του μετοχιού του μοναστηριού Κουτλουμουσίου την τοποθεσία «ΜΠΑΣ ΓΡΕΚ» (11), μια υπήνεμη γυμνή πλαγιά που η ονομασία της είναι τούρκικης προέλευσης και σημαίνει το καταφύγιο του τράγου (αφού στα τούρκικα Μπας σημαίνει το κεσέμι, τον μπροστάρη, τον επικεφαλής του κοπαδιού και γρεκ σημαίνει υπήνεμο καταφύγιο όπως ακριβώς είναι η τοποθεσία αυτή).



Επανέρχομαι στην τοποθεσία «ΜΥΛΟΣ». Ξεκινώ κατηφορικά με κατεύθυνση ανατολικά περπατώντας στον ασφαλτοστρωμένο δασικό δρόμο Κασσανδρινού-Πολυχρόνου. Εκατό μέτρα πιο κάτω βρίσκομαι στην τοποθεσία «ΒΡΥΣΟΥΔΑ» (5), όπου και η μικρή βρυσούλα που τρέχει αέναα από το 1961 και κατασκευάστηκε με τη φροντίδα της Κοινότητας επί προεδρίας του Χρήστου Μπουραντά. Η πηγή της βρυσούλας βρίσκεται νότια προς το βουνό. Το νερό της, εξαιρετικό μα λιγοστό, μεταφέρθηκε στο χωριό στα 1927-1928 με τη φροντίδα της Κοινότητας επί προεδρίας του αείμνηστου πατέρα μου Θανάση Αμπελά, του Νάσιου όπως τον αποκαλούσαν οι Κασσαντρινιώτες συντοπίτες του, με πήλινους σωλήνες μικρού μήκους και διαμέτρου, γυαλισμένους εσωτερικά. Σε λίγα χρόνια όμως το δίκτυο εγκαταλείφτηκε γιατί το νερό με τον καιρό λιγόστευε εξ αιτίας της ξηρασίας αλλά και γιατί χανόταν αρκετές ποσότητες του από διαρροές που οφειλόταν σε κακή σύνδεση των υδροσωλήνων.

Λίγο πιο κάτω από τη ΒΡΥΣΟΥΔΑ είναι μια πλαγιά κατάφυτη από οπωροφόρα δέντρα όπως μηλιές, αχλαδιές, συκιές κ.λ.π. με την ονομασία «ΑΓΡΟΜΛΙΕΣ» (5α) και πήρε αυτή την ονομασία από το πλήθος αυτοφυών αγριομηλιών που ευδοκιμούν σ’ αυτή.

Ακολουθώντας τον ασφαλτόδρομο πατώ διαδοχικά τα χώματα των παρακάτω συνεχόμενων τοποθεσιών -στις οποίες καλλιεργούνταν παλιότερα οπωροκηπευτικά, όσπρια, αραποσίτι, σουσάμι και μποστανικά γιατί τ’ αργιλοαμμώδικα χώματά τους και οι πλούσιες νεροπηγές τους ευνοούσαν τις παραπάνω καλλιέργειες. Οι τοποθεσίες αυτές όπως σημειώνονται και στο σκαρίφημα είναι:
α. Ο «ΖΑΧΕΪΚΟΣ ΜΠΑΧΤΣΕΣ» (7), μια γόνιμη ρεματιά με πλούσια νεροπηγή, που ανήκε στη μεγάλη οικογένεια του Κασσανδρινού των Ζαχέων. Απ’ αυτή την οικογένεια η τοποθεσία πήρε το όνομά της.
β. Ο «ΜΠΑΧΤΣΕΣ ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΑΙΝΑΣ» (8), ιδιοκτησία της οικογένειας του Μιχάλη Καραμαύρου, μια γόνιμη κι αυτή ρεματιά με αστείρευτη νερομάνα όπου η άξια χήρα του ιδιοκτήτη, η χήρα Μιχάλαινα δουλεύοντας μόνη της σκληρά καλλιεργούσε οπωροκηπευτικά και άλλα προϊόντα κι έτσι απ’ αυτή πήρε η τοποθεσία και το όνομά της.
γ. Το «ΜΕΤΟΧΟΥΔΙ». (9). Στην τοποθεσία αυτή υπήρχαν δευτερεύουσες εγκαταστάσεις του κοντινού μετοχιού του Κουτλουμουσίου, όπως καλύβες, στάβλοι καλοκαιρινοί για τα ζώα, πατητήρια για τα σταφύλια, αλώνι, γι’ αυτό και ονομάστηκε η τοποθεσία αυτή «ΜΕΤΟΧΟΥΔΙ» δηλαδή μικρό μετόχι.
δ. Τα «ΖΝΑΡΙΑ» (10). Κι εδώ η ίδια χλωρίδα όπως και στις προηγούμενες τοποθεσίες, με μακρόσυρτες και ελικοειδείς ιδιοκτησίες που μοιάζουν με τα ζωνάρια των χωρικών όταν τα ξετυλίγουν από τη μέση τους. Έτσι ονομάτισαν την τοποθεσία αυτή «ΖΩΝΑΡΙΑ».



Αϊ-Λιας
Σε μικρή απόσταση πιο πάνω ανατολικά φτάνω στις τοποθεσίες που αποτελούν το συγκρότημα του μετοχιού του μοναστηριού του Κουτλουμουσίου, δηλαδή την τοποθεσία «ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙ» (13), και «ΑΪ-ΛΙΑΣ» (12). Στην πρώτη ήταν τα κτίρια του μετοχιού που κτίστηκαν στα 1845, όπως μαρτυρεί ανάγλυφη αναμνηστική επιγραφή σε πλακόπετρα εντοιχισμένη στη βρύση του μετοχιού που είναι απάνω στο δρόμο Κασσανδρινού-Πολυχρόνου, στην οποία ο διαβάτης που περνά διαβάζει ακόμα και σήμερα τη Βυζαντινή γραφή γύρω από ένα σκαλισμένο σταυρό «ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ 1845».

Τα κτίσματα του μετοχιού που σωζόταν μέχρι τη δεκαετία του 1930 ήταν μια πέτρινη οικοδομή σε στυλ μεζονέτας. Στο ισόγειο ήταν τα αμπάρια για τα στάρια και για άλλα δημητριακά όπως κριθάρι, βρώμη, σίκαλη και χώροι για άλλα προϊόντα του μετοχιού όπως λάδι, κρασί, όσπρια κ.α. καθώς και στάβλος για τα μεγάλα ζώα (άλογα, μουλάρια, βόδια γαϊδουράκια), με συνεχόμενο φούρνο για το ψήσιμο του ψωμιού. Στον απάνω όροφο που οδηγούσε μια εσωτερική σανιδόφτιαχτη σκάλα ήταν ένα μεγάλο καθημερινό δωμάτιο, ένα υπνοδωμάτιο επίσης μεγάλο και ο νοντάς όπως τον αποκαλούσαν στην Κασσαντρινή ντοπιολαλιά ένα μικρό σχετικά δωμάτιο με τραπέζι και καρέκλες Αγιορείτικης προέλευσης και κατασκευές, μιντέρια καλυμμένα με χρωματιστά υφαντά χράμια και πλάί απ’ την πόρτα κρεμασμένος στον τοίχο ο μικρός καθρέφτης με την «ΚΑΛΗΜΕΡΑ» και την προσωπογραφία της «ΓΕΝΟΒΕΦΑΣ». Στο νοντά δέχονταν τους επισκέπτες κι εδώ κοιμόνταν αν καθόταν μέρες στο μετόχι. Η σανιδόφτιαχτη σκάλα που οδηγούσε στον όροφο ήταν σκεπασμένη στο πάνω μέρος της με τον πάγκο, ένα τετράγωνο σανίδωμα, όπου ήταν πάντα ακουμπισμένος ο ασημένιος δίσκος με την μποτίλια γεμάτη ντόπιο τσίπουρο, ρακοπότηρα και το μπιλιούρι (βάζο) με γλυκό του κουταλιού από ρεντιστό κυδώνι ή από ντολμά (είδος κολοκυθιού) ακόμα και με γλυκό από σύκο ή βύσσινο.

Όλα τα παραπάνω που γράφω για το μετόχι τα γνωρίζω από πρώτο χέρι γιατί από δω ήρθε η μάνα μου νύφη στο χωριό και παντρεύτηκε τον πατέρα μου το Νάσιο τον Αμπελά, αφού το μετόχι το είχε νοικιάσει από του αγιορείτικο μοναστήρι του Κουτλουμουσιού ο παππούς μου ο Σοφοκλής Αργυρούδης στα 1915 και εγκατάστησε σ’ αυτό την οικογένειά του. Το μετόχι με την περιοχή του χίλια (1000) περίπου στρέμματα τα κατείχε με το νοίκι ο παππούς μου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920 οπότε απαλλοτριώθηκε μαζί με το γειτονικό μετόχι του μοναστηριού του Ζωγράφου (Ζωγραφίτικο) και μοιράστηκε ως γεωργικός κλήρος στους Κασσαντρινιώτες.
Η πηγή της βρύσης του μετοχιού που ανάφερα πιο πάνω ήταν σε απόσταση τριάντα (30) περίπου μέτρων από την κάνουλα, που έτρεχε σε μια ξύλινη από σμιλευμένο κορμό πεύκου σκάφη (κοπάνα) το δε νερό της ήταν πάντα δροσερό και υπόπικρο, γιατί κοντά της φύτρωνε το δηλητηριώδες ποώδες φυτό σκάρφη που σε μικρή ποσότητα κάνει καλό στον ανθρώπινο οργανισμό και κυρίως είναι καταπραϋντικό για στομαχόπονους.

Ακριβώς πάνω από την πηγή υψώνεται ο δασωμένος λοφίσκος (το κουρί) του Αϊ-Λιά, ένα πανέμορφο πυκνό δασάκι από αγριόδεντρα κυρίως άρια και πουρνάρια που στην κορυφή του ήταν παλιά το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, ένα κτίσμα με τέσσερις τοίχους και το θολωτό του Αγίου Βήματος, χωρίς σκεπή, που ούτε οι καλόγεροι του μοναστηριού, ούτε ο παππούς ο Σοφοκλής την έφκιαξαν. Χαριτολογώντας ο παππούς μου, έλεγε πολλές φορές: «Τι να σου κάνω Αϊ-Λια μου δεν με βοηθάς να προκόψω για να φκιάξω και τη σκεπή σου να μη σε τρων τα κρύα και τα λιοπύρια». Το εκκλησάκι αυτό το μισοφκιαγμένο ρήμαξε και σχεδόν εξαφανίστηκε με τα χρόνια από ιερόσυλους που το ανέσκαψαν κυριολεκτικά όπως και τα κτίρια του μετοχιού και πήραν τα οικοδομήσιμα υλικά όπως πέτρες, ξύλα κ.λ.π. Απ’ τις άναρχες αυτές ανασκαφές λεηλασίας, βγήκαν στο φανερό και τάφοι απροσδιορίστου χρονολογίας, αφού τις ανασκαφές αυτές δεν τις διενήργησαν ειδικοί. Η μακαρίτισσα η μάνα μου η Ερασμία, στη δεκαετία του 1980 μετά από πολύχρονες προσπάθειες συγκέντρωσε μερικά χρήματα και ξανάφτιαξε το εκκλησάκι από τα θεμέλια. Είναι βέβαια φτωχό και προχειροφτιαγμένο αλλά πολύ όμορφο και ρομαντικό. Η γύρω περιοχή πήρε το όνομα «Αϊ-Λιάς».



Σε απόσταση 300 μέτρων από το ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙ ανατολικά είναι η τοποθεσία «ΖΩΓΡΑΦΙΤΙΚΟ» (14), όπου το παλιό μετόχι του μοναστηριού ΖΩΓΡΑΦΟΥ του Αγίου Όρους με κτιριακές και άλλες εγκαταστάσεις που δεν υπάρχουν πια γιατί ερημώθηκαν και λεηλατήθηκαν με την πορεία του χρόνου. Από κει κοντά περνάει ο Ζωγραφίτικος Λάκκος που καταλήγει κοντά στο χωριό στη γέφυρα για να συναντηθεί με τον Τρανό Λάκκο. Πάνω ακριβώς από το δρόμο υπάρχει κι εδώ ένα πανέμορφο δασάκι, (κουρί) με ψηλόκορμες καναδέζικες λεύκες, άρια και πουρνάρια και πλάι από το δρόμο μια βρύση με εξαιρετικό νερό αλλά παραμελημένη κι αυτή όπως και τόσες νεροπηγές στην περιοχή του χωριού.

Πέρα από τα κτίσματα του μετοχιού του Ζωγράφου βορειοδυτικά είναι η τοποθεσία «ΓΛΥΦΑ» (15), που παλιότερα ονομαζόταν «ΜΑΚΡΟΧΩΡΑΦΟ» από το σχήμα της (ΜΑΚΡΥ ΧΩΡΑΦΙ). Το άλλο όνομα της τοποθεσίας «ΓΛΥΦΑ» πιθανώς να το πήρε από καμιά πηγή που το γερό της ήταν γλυφό.
Δεξιά από το Ζωγραφίτικο δασάκι (το κουρί) και ανατολικά απ’ αυτό είναι η τοποθεσία «ΑΜΜΟΥΔΕΣ» (16), μια αμμουδερή πλαγιά απ’ όπου πήρε και το όνομά της η τοποθεσία αυτή κατάλληλη για καλλιέργεια καλαμποκιού, σουσαμιού και μποστανικών.

Επανέρχομαι στο Ζωγραφίτικο κουρί και προχωρώντας με κατεύθυνση ανατολικά, φτάνω στην τοποθεσία «ΤΣΑΠΟΥΡΝΙΑ» (17), ένα πλάτωμα με καρπερό χώμα που στις άκρες του προς τον Ξερόλακκα (που τα νερά του, σα βρέξει, χύνονται στον Ζωγραφίτικο λάκκο) ξεπροβάλλουν πυκνοί θάμνοι τσαπουρνιάς με τους στυφοπικρόγλυκους σαν ρεβίθια γαλάζιους καρπούς· απ’ όπου και ονοματίστηκε η τοποθεσία αυτή «ΤΣΑΠΟΥΡΝΙΑ».

Προχωρώντας λοξά, βρειοδυτικά, ξεκόβοντας απ’ το δρόμο-μονοπάτι και σε απόσταση πεντακοσίων περίπου μέτρων, φτάνω, στην τοποθεσία «ΚΛΕΦΤΟΝΕΡΙ», ένα μικρό οροπέδιο με πυκνό δάσος ποικίλης χλωρίδας απ’ όπου ξεπροβάλλουν οι πανύψηλοι κορμοί πεύκων και με μια πηγή με κρύο καθάριο νερό. Κλεφτονέρι ονομάστηκε γιατί ήταν το λημέρι και η γιάφκα του ενόπλου αποσπάσματος που στον καιρό του Μακεδονικού αγώνα τριγυρνούσε τις νύχτες στα χωριά, κάτω από τη μύτη των τζαντερμάδων, για να δώσει θάρρος στους σκλαβωμένους Έλληνες της περιοχής και να προπαγανδίσει τον ξεσηκωμό για την απελευθέρωση με πρωτοστάτη τον στρατό της λεύτερης Ελλάδας, που τότε στην πρώτη δεκαετία του περασμένου αιώνα (20ού) τα όριά της φτάναν ως τη Μελούνα.



Στο Μακεδονικό αγώνα ήταν οργανωμένος κι ο παπάς του χωριού ο Παπαδημήτρης Αμπελάς, ετεροθαλής αδερφός του παππού μου του Γιώργη Αμπελά. Ο παπάς αυτός λειτουργούσε στην ενορία του χωριού της Κοίμησης της Θεοτόκου πάνω από σαράντα χρόνια και πέθανε στα χρόνια του εμφύλιου περιφρονημένος και πικραμένος. Πολλές φορές το απόσπασμα όταν έβγαινε για νυχτεηρρινές εμφανίσεις στα χωριά περνούσε κι από το Κασσανδρινό και διανυκτέρευε στο σπίτι του Παπαδημήτρη, που πάντα σχεδόν συνόδευε το απόσπασμα ντυμένος αντάρτης, με κρεμασμένο στον ώμο τον γκρα και ζωσμένος με τα φυσεκλίκια. Στις ώρες που έμεινε το απόσπασμα στο σπίτι του παπά, ο πατέρας μου ο Νάσιος δεκαπεντάχρονο τότε παληκαράκι, περιεργαζόταν τα όπλα των ανταρτών κι όπως με διηγιόνταν ο ίδιος, οι αντάρτες τον υπεραγαπούσαν κι ο καπετάνιος τον εμπιστευόταν και πολλές φορές του ανάθετε αποστολές αγγελιαφόρου στα γύρω κοντινά χωριά και στο μετόχι της Αγίας Αναστασίας (το Αναστασίτικο) που ο οικονόμος του, ο καλόγερος Παρθένης, ήταν κι αυτός οργανωμένος στον αγώνα.
Θα αναφέρω εδώ δυο χαρακτηριστικά περιστατικά που σχετίζονται με τον Μακεδονικό αγώνα στην περιοχή του χωριού, όπως τα άκουσα από τον Παπαδημήτρη, με ενεργό κύριο πρόσωπο σ’ αυτό τον απλό και καλοκάγαθο συγχωριανό μας, τον μακαρίτη Αργύρη Μαργαρίτη που προσέφερε κι αυτός τις υπηρεσίες του στον αγώνα εκτελώντας εντολές των δύο οργανωμένων ιερωμένων, δηλαδή του Παπαδημήτρη και του Παρθένη του καλόγερου.

Ένα Σαββατόβραδο ο Αργύρης κοιμόταν κατάχαμα κουκουλωμένος με την κάπα του στην τοποθεσία «ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ», ενώ ολόγυρα του ήταν ξαπλωμένα τα βόδια του, που χορτασμένα απ’ την πλούσια βοσκή κοιμόνταν μηρυκάζοντας την τροφή που αποθήκευσαν στο νταουλιασμένο στομάχι τους. Εκεί τον βρήκαν οι άντρες του αποσπάσματος που ανάμεσα τους ήταν κι ο Παπαδημήτρης. Σχημάτισαν γύρω του έναν κύκλο κι ο καπετάνιος τον σκούντησε μαλακά με το πόδι του για να ξυπνήσει. Ο Αργύρης ξύπνησε τρομαγμένος, κάθισε ανακούρκουδα και περιεργαζόταν χωρίς να βγάλει μιλιά, τον ανθρώπινο κλοιό που ήταν πάνω από το κεφάλι του. Για μια στιγμή ο καπετάνιος του λέει: «Ξέρεις βρε ποιοι είμαστε εμείς»; «Ιγώ οχ πιδί μ δε σας ξέρου», απάντησε ο Αργύρης με φωνή που μόλις ακουγόταν απ’ την τρομάρα του. «Εμείς», ξαναλέει ο καπετάνιος, «είμαστε Έλληνες, αντάρτες και πολεμάμε την Τουρκιά για να λευτερώσουμε τη Μακεδονία μας, κατάλαβες;» «Α καλά, ισείς ξέρτι κι καλά κάντι» είπε ο Αργύρης που δεν πολυκατάλαβε τι του έλεγε ο καπετάνιος, έτσι όπως ήταν ζαλισμένος από τον ύπνο και την τρομάρα. Για μια στιγμή πλησιάζει ο καπετάνιος το Αργύρη και μισοκαθισμένος του λέει κάπως απειλητικά αλλά χαμογελαστά. «Πρόσεξε μην πεις πουθενά πως μα είδες γιατί …» «Ιγώ, ιγώ τίπουτα κι σι καγκανέναν», ψέλισε ο Αργύρης, ενώ οι άντρες του αποσπάσματος με ένα νεύμα του καπετάνιου χανόταν μέσα στα σκοτάδι της νύχτας.

Την άλλη μέρα το πρωί που ήταν Κυριακή ο Αργύρης άφησε τα βόδια να βόσκουν κι ήρθε στο χωριό. Πλύθηκε ρίχνοντας δυο φούχτες κρύο νερό στο πρόσωπό του, ντύθηκε τα γιορτινά του, (τσιακσίρα κι αλατζιά), φόρεσε και τα παπούτσια που τάχε απ’ το γάμο του και τα φορούσε μονάχα τις γιορτάδες και τις Κυριακές και πήγε στην εκκλησία. Άναψε ένα κερί και πήγε στο στασίδι του που ήταν της αποκλειστικής του χρήσης και παρακολουθούσε ευλαβικά τη λειτουργία άσχετα αν δεν καταλάβαινε και πολλά απ’ αυτά που έλεγαν ο παπάς και οι ψάλτες. Στο τέλος του Όρθρου βγήκε ο παπάς να θυμιατίσει τις εικόνες και το εκκλησίασμα όπως όριζε το τυπικό της λειτουργίας κι όπως περνούσε μπροστά από τον Αργύρη, για να δοκιμάσει την εχεμύθειά του, του σιγοψιθύρισε καθώς εκείνος υποκλινόταν στο θυμιάτισμα του παπά «Αργύρη», του είπε, «σαν τελειώσει η λειτουργία περίμενέ με όξω θέλω κάτι να σου πω». Ο Αργύρης ένευσε καταφατικά και ο παπάς απομακρύνθηκε συνεχίζοντας το θυμιάτισμα. Μετά το «Δι ευχών» και το μοίρασμα του αντίδωρου, όλοι φύγαν για τα σπίτια τους και στον αυλόγυρο έμεινε μόνο ο Αργύρης περιμένοντας τον παπά. Εκείνος αφού τελείωσε την τελετουργία της «απόλυσης» βγήκε στον αυλόγυρο και πλησίασε τον Αργύρη.

Μεταξύ τους έγινε ο εξής διάλογος:
ΠΑΠΑΣ: Αργύρ που ήσαν ρε ιχτέ του βράδ;
ΑΡΓΥΡΗΣ: Σα πάν στουν Παρασκιυά, ήμαν παπά στα βόδια.
ΠΑΠΑΣ: Δε μι λες Αργύρ, ποιανοί σε ξύπνησαν τ’ νύχτα ικεί που κμόσαν;
ΑΡΓΥΡΗΣ: Καγκανένας παπά μ, καγκανένας δε μι ξύπνισι. Ιγω κμήθκα ως τ’ Χαραή κι κανένας δε μι ξύπνισι.
ΠΑΠΑΣ: Βρε σύ γιατί μι ψιματάς; Δε σι ξύπνησαν καμιά δικαριά νουμάτ μι τς γκράδις, τα τσιαπράζια κι τα φυσικλίκια;
ΑΡΓΥΡΗΣ: Οχ παπά μ’ ιγώ σι ματαλέου κμήθκα ίσιαμι τ χαραή κι καγκανένας δε μι ξύπνισι.
ΠΑΠΑΣ: Βρε Αργύρ τι μι λες τώρα; Άφού ήμαν κι γώ μι τι κνοί βρε.
ΑΡΓΥΡΗΣ: Παπά μ ιγώ δε ξέρου τι μι λες ισύ, ιγώ σι λέου κι σι ματαλέου πως ντίπ κανένας δε μι ξύπνησι. Ισύ μπουρεί να νειρεύκις τίπουτα κι για ταυτό μι τα λες αυτά.
Χαμογέλασε ο παπάς χτύπησε φιλικά τον Αργύρη στον ώμο κι απομακρύνθηκε, ενώ ο Αργύρης τον κοίταζε σα χαμένος.

Το δεύτερο περιστατικό συνέβηκε αυτή τη φορά πάλι με τον Αργύρη και τον Παρθένη τον καλόγερο, τον οικονόμο του Μετοχιού της Αγίας Αναστασίας και συμπίπτει κι αυτό χρονικά με το Μακεδονικό Αγώνα.
Ο Αργύρης ήταν τότε βοϊδοβοσκός στο μετόχι. Φύλαγε και βοσκούσε τα βόδια του μετοχιού, όταν αυτά δεν ήταν ζεμένα στο ζυγό για δουλειάς. Το βράδυ τα οδηγούσε νωρίς-νωρίς στο αχούρι (στάβλο), τα έδενε με τα κιραζιά (σχοινιά) στα παχνιά, τα έδινε και την ταή τους κι αφού δειπνούσε κι ο ίδιος με το λιτό φαγητό που το άφηνε στο κατώφλι του στάβλου η κελάρισα του μετοχιού, κουλουριάζονταν τυλιγμένος στην κάπα του πάνω στ’ άχυρα και κοιμόταν μονοκόμματα ως το πρωί. Μια σκοτεινή χειμωνιάτικη νύχτα ο Αργύρης ζεσταμένος απ’ το κρασάκι που του έφερε η κελάρισα κι από τα χνώτα των βοδιών που μηρύκαζαν πλάι του την τροφή που είχαν αποθηκεύσει στα ντουμπανιασμένα στομάχια τους, τον πήρε για τα καλά σκορπώντας στον αέρα του αχουριού τις μπάσες νότες του ροχαλητού του. Για μια στιγμή ανοίγει η σαραβαλιασμένη πόρτα του στάβλου και μπαίνει μέσα φουριόζος ο καλόγερος ο Παρθένης. Ξυπνάει τον Αργύρη με μια ανάλαφρη κλωτσιά και του λέει απότομα κάπως αλλά όχι εχθρικά. «Αργύρ, σι δίνου αυτό του χαρτούδ, θα του πάς στου Πουλύγυρου στου Δισπότ. Ικείνους θα σι δώκ ένα άλλου χαρτούδ κι θα μι του φέρς ως ταχιά του μισμέρ. Άμα γυρίεις θα σι δώκου κι ένα ρισάτ (τούρκικη χρυσή λίρα που κόπηκε επί Σουλτάνου Ρεσάτ)». Το χαρτί που του έδωσε ήταν ένα γραφτό κείμενο που αφορούσε τον Μακεδονικό αγώνα με το οποίο ο Παρθένης, οργανωμένος κι αυτός όπως αναφέρθηκε, ζητούσε πληροφορίες για κάποια θέματα από το Δεσπότη, τον Κασσανδρείας Ειρηναίο που ήταν ο οργανωτής του Μακεδονικού Αγώνα στη Χαλκιδική.

Ο Αργύρης κάθισε ανακούκουρα πάνω στ’ άχυρο και κοίταζε τον Παρθένη σα χαμένος κι έδειχνε πως δεν καταλάβαινε, τι του έλεγε ο καλόγερος. Έτριψε με την ανάποδη της παλάμης του τα αγουροξυπνημένα μάτια του κι άξαφνα το μυαλό του φωτίστηκε και κατάλαβε τα λόγια του Παρθένη. Σηκώθηκε αμέσως και είπε. «Θα πάου», λέει, «τώραϊα κιόλας αφιντικό κι να δγείς απ θα γυρίσου αγληγουρότερα απ’ ότ είπις». Όση ώρα μιλούσε έδενε και τις νουζίτσες απ’ τα τσαρούχια του. Τούδωσε το φάκελο ο Παρθένης και φεύγοντας του φώναξε να φύγει αμέσως και να μη ξαναπλαγιάσει και τον πάρει ο ύπνος. Την άλλη μέρα ο Παρθένης ξύπνησε νωρίς και πήγε να βγάλει τα βόδια στη βοσκή μια που έλειπε ο Αργύρης και θα γύριζε όπως υπολόγιζε το απόγευμα της μέρας που ξημέρωσε. Ανοίγοντας όμως την πόρτα του στάβλου ξαφνιάστηκε σαν είδε τον Αργύρη ξαπλωμένο, ανάσκελα στ’ άχυρα να ροχαλίζει σφυριχτά. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Τον πλησίασε και ενώ του έδινε μια γερή κλωτσιά στα μαλακά ξεφώνισε γεμάτος θυμό. «Βρε παλιοτόμαρο, δεν σου είπα να μη ξαναπλαγιάσεις γιατί θα σε ξαναπάρει ο ύπνος; θα σε διώξω βρε παλιάνθρωπε σήμερα κιόλας απ’ το μετόχι». Τα τελευταία λόγια του Παρθένη ξύπνησαν για τα καλά τον Αργύρη. Ανασηκώθηκε και βάζοντας βαθιά το χέρι του στο ζωνάρι του, ανέσυρε ένα διπλωμένο φάκελο και τείνοντάς τον μπροστά στο γερό μάτι του Παρθένη γιατί απ’ το άλλο δεν έβλεπε, του είπε φωναχτά: «Ιά τουϊα τ Δισπότ του γράμμα αφιντικό». Ο Παρθένης κοιτάζοντάς τον δύσπιστα πήρε από το χέρι του Αργύρη το φάκελο και σαν διαπίστωσε πως μέσα σ’ αυτόν ήταν η απάντηση του Δεσπότη στο μήνυμα που του ‘στειλε μόνο που δεν αγκάλιασε τον Αργύρη να τον φιλήσει. Του ζήτησε να τον συγχωρέσει για την κλωτσιά που τούδωκε, τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και τούδωσε το μπαξίσι που του ‘ταξε κι ακόμα υποσχέθηκε πως θα διπλασίαζε το μισθό του από τον άλλο μήνα. Και ήταν αυτό που έκανε ο Αργύρης ένας άθλος γιατί μέσα σε μια χειμωνιάτικη νύχτα πήγε στον Πολύγυρο και γύρισε στο γιατάκι του και ξανακοιμήθηκε. Ήταν άθλος γιατί ο Πολύγυρος από το Αναστασίτικο μετόχι απέχει εξήντα πέντε χιλιόμετρα περίπου. Πως λοιπόν τα κατάφερε ο Αργύρης να διανύσει μια απόσταση 130 χιλιομέτρων μέσα σε μια χειμωνιάτικη νύχτα; Τα κατάφερε γιατί ήταν φτεροπόδαρος και γιατί δεν πήγε από τον κανονικό δρόμο αλλά από μονοπάτια που τα γνώριζε, αφού σ’ όλη του τη ζωή γύριζε και αλώνιζε, όλη σχεδόν τη Χαλκιδική, σα βοσκός. Αυτός λοιπόν ήταν ο Αργύρης, ο απλός, ο άδολος που πρόσφερε πολλά στον αγώνα το Μακεδονικό έστω κι αν δεν γνώριζε την ουσιαστική υφή του, όπως ήταν ο δόλιος, τελείως αγράμματος.

Αρκετά ξανοίχτηκα με τον Αργύρη. Επανέρχομαι λοιπόν στη συνέχεια της περιήγησης και περιπλάνησης στα τοπωνύμια του χωριού μου.


Συνοριακά με το ΚΛΕΦΤΟΝΕΡΙ είναι η τοποθεσία «ΚΑΜΗΛΑ» (19). Μια μακρόστενη οροπεδική λωρίδα με αργιλώδες υπέδαφος, γεμάτο με σκληρό πέτρωμα με εμφανή απολιθωμένα θαλάσσια όστρακα, σημείο πως ως εκεί κάποτε έφτανε η θάλασσα. Είναι η τοποθεσία αυτή μια από τις ψηλότερες της Κασσάνδρας μετά το ΡΗΓΑ του Αναστασίτικου και τη ΛΕΚΑΝΗ της Βάλτας (Κασσανδρείας), η δε εδαφική της μορφολογία όπως τη βλέπει κανείς πανοραμικά μοιάζει σαν μια τεράστια καμήλα.

Νοτιοδυτικά της ΚΑΜΗΛΑΣ και συνέχεια απ’ αυτή είναι η τοποθεσία «ΒΕΛΙΚΟΥ» (20), στις βόρειες παρυφές του ΤΡΑΝΟΥ ΛΑΚΚΟΥ με πυκνή βλάστηση και κυρίως πεύκου.
Απ’ την άλλη πλευρά της ΚΑΜΗΛΑΣ, βορειοδυτικά, είναι η τοποθεσία «ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΝΟ» (21), που παλιότερα ήταν ιδιοκτησία της μονής Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους και νοτιότερα μέσα στην κτηματική περιφέρεια του Πολύχρονου είναι η «ΜΑΥΡΟΜΠΑΡΑ», το πιο αξιοθέατο μέρος της Κασσάνδρας. Μια λίμνη κάπου δυο στρέμματα με απεριόριστο βάθος, κάτω από ένα θεόρατο βράχο με μερικά πεύκα να υψώνονται στο ελαφρά πρανές του, που φαντάζουν σαν φρουροί σε Βυζαντινό κάστρο. Γύρω στη λίμνη φυτρώνουν πυκνά βάτα, βρύα, αγριοκάλαμα και αλλά υδροχαρή φυτά και μέσα στο νερό ζουν κοπάδια από βατράχια και νεροχελώνες. Οι παλιοί την ονόμασαν «ΜΑΥΡΟΜΠΑΡΑ» γιατί το νερό της το βλέπαν μαύρο από το απύθμενο όπως πίστευαν βάθος της, μια άποψη που την ενισχύει η παμπάλαια παράδοση, πως τάχα κάποτε προσπάθησαν να μετρήσουν το βάθος της και αμόλησαν τρία αλογίσια φορτώματα (σχοινιά, εξάρτημα του σαμαριού των αλόγων) με δεμένη στην άκρη μια μεγάλη και βαρειά πέτρα αλλά τον πυθμένα δεν τον βρήκαν. Επειδή δεν πάτωσε η βαρειά πέτρα υπέθεσαν πως το νερό της ξέφευγε υπόγεια και πήγαινε κάπου μακριά. Για να εξακριβώσουν που πήγαινε το νερό ρίξανε λέει σακκούλες με βαθύ κόκκινο χρώμα και το χρωματισμένο νερό, βγήκε δήθεν στις βρύσες της παραλίας της Φούρκας, εκατό μέτρα από το κύμα. Για πολλά χρόνια οι χωρικοί του Κασσανδρινού και της Φούρκας πίστευαν πως το νερό που έτρεχε από τις παραπάνω βρύσες ερχόταν από τη «ΜΑΥΡΟΜΠΑΡΑ».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *