Τοποθεσίες Κασσανδρινού μεταξύ του Τρανού Λάκκου και του Λάκκου της Ραχώνας

(Ο αριθμός μέσα σε παρένθεση μετά το όνομα τοπωνυμίου παραπέμπει στην κατά προσέγγιση θέση του στο επισυναπτόμενο σκαρίφημα).

Με αφετηρία τη γέφυρα που είναι δίπλα από το νεκροταφείο του χωριού και ακολουθώντας νοερά δύο κατευθύνσεις, τη μια νότια που κατεβαίνει ο Λάκκος της Ραχώνας με ροή σχεδόν παράλληλη προς τον αγροτικό δρόμο Κασσανδρινού-Μόλας Καλύβας, και την άλλη βορειοανατολικά ακολουθώντας τη ροή του Τρανού Λάκκου, εντοπίζει ο παρατηρητής της παρακάτω τοποθεσίες.

  Από τη πλευρά του Λάκκου της Ραχώνας:


1. Την τοποθεσία «ΓΕΡΟ-ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΧΤΣΕΣ» (60). Μια μικρή πλαγιά πλάι στο λάκκο με έκταση ένα στρέμμα που παλιά ήταν καλυμμένη με βάτα, σχίνα και άλλους αυτοφυείς θάμνους που την εκχέρσωσε και την μετέτρεψε σε καλλιεργήσιμη γη, σε λαχανόκηπο με αρκετά οπωροφόρα δέντρα, ο Γερογιάννης, ένας τύπος εσωστρεφής και ολιγομίλητος, σχεδόν γερασμένος, που ζούσε με παρέα τη μοναξιά του και την καθημερινή ενασχόλησή του με τον μπαξέ που μόνος του δημιούργησε. Από που ήρθε, ποια ήταν η γενιά του, κανένας δεν έμαθε ποτέ, ούτε μίλησε σε κανένα για το παρελθόν του. Την Άνοιξη και το καλοκαίρι ήταν νύχτα μέρα στον μπαχτσέ του, το δε Χειμώνα τον περνούσε στην κοινοτική παράγκα, ένα παμπάλαιο και σαραβαλιασμένο παράπηγμα που παλιότερα ήταν το μοναδικό καφενείο του χωριού.

2. Την τοποθεσία «ΣΥΚΙΕΣ» (70), στη συμβολή των ξερόλακκων της ΡΑΧΩΝΑΣ και του ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ με εύφορο μαυρόχωμα που στη νότια πλευρά, στο όριο με την τοποθεσία «ΠΑΠΑ ΤΑ ΣΑΝΙΔΙΑ», υπήρχε παλιά ένας πλούσιος οπωρώνας με μεγάλη ποικιλία οπωροφόρων δέντρων ιδιοκτησίας της οικογενείας των Ζαχέων.

3. Την τοποθεσία «ΚΑΡΥΑ» (71), ακριβώς στη δυτική πλευρά του λάκκου της ΡΑΧΩΝΑΣ κατάφυτη από ελαιόδεντρα που παλιότερα απέδιδαν πλούσιο ελαιόκαρπο.

4. Την τοποθεσία «ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ» (73), που είναι στη ρεματιά του ομώνυμου ξερόλακκου μικρής έκτασης. Το όνομα της το πήρε όπως λένε οι παλιοί από ένα βόδι με το όνομα «Παρασκευάς» που γκρεμίστηκε από ένα βράχο και κατατσακίστηκε.

 

Από την πλευρά του «Τρανού Λάκκου», βόρεια και νότια της κοίτης του:


1. Την τοποθεσία «ΜΠΟΣΤΑΝΙΑ» (65). Μια μικρή έκταση τριάντα περίπου στρέμματα με γόνιμο έδαφος, αφού αρκετά ρυάκια, που κατεβαίνουν από τις τοποθεσίες ΠΑΠΠΟΥ και ΚΑΝΑΛΙΑ, παρασύρουν και εναποθέτουν σ΄ αυτή φυλλόχωμα - γι αυτό και παλιότερα καλλιεργούσαν εκεί μποστανικά, όπως καρπούζια πεπόνια απ’ όπου και πήρε την ονομασία «ΜΠΟΣΤΑΝΙΑ».

2. Την τοποθεσία «ΚΑΜΑΡΑ» (66). Μικρή έκταση κι αυτή μέσα στη χαράδρα του Τρανού Λάκκου που ήταν κατάφυτη από μουριές στην περίοδο που οι χωριανοί επιδίδονταν στην εκτροφή μεταξοσκώληκα (μαμούδι). Στην πλούσια εύφορη γη της υπήρχαν πολλές νεροπηγές, αστείρευτες όλο το χρόνο.

3. Την τοποθεσία «ΤΡΑΓΑΣΙΑ» (64). Πλαγιά, νότια του λάκκου, που κάποτε ήταν πλούσιος αμπελότοπος και πήρε το όνομά της κατά πάσα πιθανότητα από τη λέξη «δραγάτης» που σημαίνει αμπελοφύλακας. Τραγασιά δε ή δραγασιά σημαίνει το παρατηρητήριο του δραγάτη, δηλαδή του αμπελοφύλακα του χωριού που από τη θέση αυτή επέβλεπε και επόπτευε τα γύρω αμπέλια.

4. Την τοποθεσία «ΜΟΙΡΕΣ» (69) και την τοποθεσία «ΜΠΙΛΕΣ» (68), μικρές σ’ έκταση συνεχόμενες πλαγιές, μικρά λιβαδάκια με βαλτώδη χώματα και ποικιλία υδροχαρών, όπως μέντα, βρύα κ.ά.

5. Την τοποθεσία «ΚΕΡΑΣΟΥΔΑ» (67), μια μικρή επίπεδη έκταση στο λόφο απέναντι από την ΚΑΜΑΡΑ, που πήρε το όνομα της από αυτοφυή δέντρα άγριας κερασιάς που ευδοκιμούσαν σ’ αυτή.

6. Την τοποθεσία «ΚΑΤΑΡΤΙΑ» (75), νοτιοδυτικά του Αϊ-Γιώργη, κατάφυτη από καρπερά ελαιόδεντρα, με την περίεργη ονομασία που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί η προέλευση της.

7. Την τοποθεσία «ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ» (74). Το τοπωνύμιο αυτό αντιστοιχεί σε ένα μικρό λεκανοπέδιο και πήρε το όνομα του από το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη κτισμένο σε ένα μικρό λοφίσκο, κατάφυτο από δέντρα άριου (Αρίης).



Η ανέγερση αυτού του ξωκλησιού συνδέεται με μια ρομαντική και σκαμπρόζικη ιστοριούλα, με πρωταγωνιστή τον αιγοβοσκό Παρδαλή που το σπίτι του στο Κασσανδρινό σωζόταν μέχρι τα τελευταία χρόνια. Ο Παρδαλής λοιπόν βοσκούσε το κοπάδι του από κατσίκια στην περιοχή αυτή και το μαντρί το είχε φτιάξει στο λοφίσκο που προανέφερα κοντά σε ένα σωρό από μαυρισμένες πέτρες. Η παράδοση μας πληροφορεί πως στο μέρος αυτό ήταν παλιά εκκλησία (ίσως και Βυζαντινός οικισμός σ’ όλο το πλάτωμα του μικρού λεκανοπεδίου) που την έκαψαν οι Τούρκοι στο χαλασμό της Κασσάνδρας κατά την επανάσταση του 1821.

Ο Παρδαλής τύπος μοναχικός και θεοφοβούμενος, πολλές φορές που ξάπλωνε για ύπνο τυλιγμένος στην κάπα του, ίσως σκεφτόταν το ιστορικό της καταστροφής της εκκλησίας κι έπλαθε με τη φαντασία του σχετικές με το ιστορικό αυτό εικόνες που αναπλάθονταν στα όνειρα του. Όπως ήταν και θεοφοβούμενος, κι ονειροπαρμένος είδε ένα βράδυ εκείνης της χρονιάς(1925) ένα σημαδιακό όνειρο. Πως ήρθε τάχα στο όνειρο του αυτό, ο Αϊ-Γιωργής και του έδωσε εντολή-διαταγή να πάει στο χωριό, να βρει τον Παπαδημήτρη και να του πει πως κάτω από το σωρό με τις μαυρισμένες πέτρες ήταν η εκκλησιά του που κάηκε στον καιρό της Τουρκίας και έπρεπε να την ξαναχτίσουν στην ίδια θέση, και του επέστησε την προσοχή να μη ξεχάσει την εντολή-διαταγή που του έδωσε.

Την άλλη μέρα ο Παρδαλής ασχολήθηκε με τη βοσκή του κοπαδιού του και με μερεμέτια στο μαντρί και ξέχασε εντελώς τι του είπε ο Άγιος την περασμένη νύχτα. Το βραδύ σαν αποδείπνησε λιτά όπως πάντα και κοιμήθηκε, είδε πάλι τον Άγιο να τον επισκέπτεται στο όνειρο του και να του λέει χολωμένος αυτή τη φορά και σε έντονο ύφος, σχεδόν υβριστικά: «Βρε παλιάνθρωπε, τι σου είπα να κάνεις χτες, βράδυ; Γιατί παναθεμάσε δεν πήγες να βρεις τον παπά κατά πως σε διέταξα; Πρόσεξε Παρδάλη γιατί θα αγριέψω, θα θυμηθώ την παλιά μου δουλειά στο στρατό και τότε αλίμονο σου κακομοίρη μου». Ο Παρδαλής ταραγμένος απ τα απειλητικά λόγια του Αγίου ξύπνησε, έτριψε τα μάτια του για λίγο αλλά δεν άργησε να πέσει πάλι στην αγκαλιά του Μορφέα, πιστεύοντας πως είδε ένα ανόητο όνειρο και τίποτε άλλο. Την άλλη μέρα την πέρασε παίζοντας στη φλογέρα του το σκοπό ενός ερωτικού τραγουδιού που το τραγουδούσε παλιά όταν ήταν ερωτευμένος με μια κοπελιά του χωριού που αργότερα έγινε γυναίκα του. Έτσι ξέχασε και τα όνειρο και τον Άγιο και δεν πήγε στο χωριό. Το βράδυ γύρισε τα γίδια του στο μαντρί, άρμεξε τις γαλάρες γίδες, δείπνησε πρόχειρα και λιτά όπως πάντα και πλάγιασε να κοιμηθεί δίπλα στην αμπουριά (είσοδο) του μαντριού. Στο πρωτοΰπνι ήταν ακόμα όταν ένιωσε μια δυνατή σφαλιάρα στο δεξί του μάγουλο κι άκουσε μια θυμωμένη φωνή να του λέει: «Πάλι δεν πήγες εκεί που σε διέταξα ε; Πάρε ακόμα μια σφαλιάρα και να δούμε θα πάς τώρα για δε θα πάς;» κι ένιωσε, ο φουκαράς μια άλλη δυνατή σφαλιάρα στο άλλο του μάγουλο. Όλα αυτά έγιναν πολύ γρήγορα. Ο Παρδάλης ξύπνησε κάθισε ανακούκουρα κι έπιασε με τις χούφτες του τα δυο αναψοκοκκινισμένα απ τις σφαλιάρες μάγουλα του, τρομοκρατημένος. Στη στιγμή σηκώθηκε, πέταξε την κάπα του και κατρακύλησε πιλαλώντας την κατηφόρα για το χωριό μέσα στην αγρία νύχτα. Το πότε έφτασε στο χωριό ούτε που το κατάλαβε.

Κόντευαν μεσάνυχτα σαν έφτασε στο χωριό κι άρχισε να χτυπάει την καμπάνα της εκκλησιάς σε ρυθμό ειδοποίησης για πυρκαγιά. Το χωριό αναστατώθηκε. Όλοι οι χωριανοί πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους και μαζεύτηκαν στην πλατεία του χωριού και σταυροκοπήθηκαν σαν είδαν τον Παρδάλη να χτυπά συνέχεια την καμπάνα, χωρίς ν’ απαντά στις ερωτήσεις που του έκαναν. Κάποτε συνήλθε από τον πανικό που τον κατείχε και είπε στον παπά που τον έβλεπε κι αυτός περίεργα και φοβισμένα: «Παπά μ η ΑΪ Γιώρς ήρτι στου νύπνου μ κι μι είπι να σι που να φκιάστι τν ικκλησία τ. Καν του κουλάϊ σ παπά μ ιγώ πααίνου στα γίδια». Έτσι στα 1925 με εισφορές χρηματικές και προσωπική εργασία των Κασσαντρινιωτών έγινε το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη κι όλοι πίστεψαν στα λόγια του ταλαίπωρου του Παρδάλη και στο θαύμα που έγινε να φανερωθεί σ’ αυτόν ο Άγιος και να του ζητήσει να κάνει ότι τον διέταξε.

Πρέπει να καταγραφεί ακόμα και κάτι που έγινε λίγα χρόνια αργότερα που πολύ δύσκολα μπορεί να το θεωρήσει κανένας σαν σύμπτωση και να μη σκεφτεί μεταφυσική ενέργεια, δηλαδή θαύμα. Τρία μέτρα από την είσοδο του ξωκλησιού υψωνόταν μια τεράστια βαλανιδιά με διάμετρο ενάμισι μέτρα περίπου και με τρία κλωναροσταυρώματα. Το ένα κλωνάρι απ αυτά το πιο χοντρό απλωνόταν παράλληλα με τη στέγη του ξωκλησιού κι ακριβώς πάνω απ’ αυτή. Ήταν Άνοιξη. Ένα απόγευμα ξέσπασε μια ξαφνική καταιγίδα με αστραπόβροντα μεγάλης έντασης. Ένας κεραυνός έπληξε το θεόρατο δέντρο στα σταυρώματα και ξεσκλείδισε το χοντροκλώναρο που κρεμόταν πάνω από τη στέγη και παράλληλα προς αυτή όπως προανέφερα. Κανονικά το ξεκομμένο χοντροκλώναρο της βαλανιδιάς έπρεπε να πέσει πάνω στη στέγη και να την κάνει συντρίμμια αφού το βάρος του ήταν πάνω από ενάμισι τόνο. Αυτό όμως δεν έγινε γιατί το κλωνάρι έκανε μια κλίση 90 μοιρών και έπεσε μπροστά στην πόρτα σε απόσταση ενός μέτρου από τον τοίχο και παράλληλα προς αυτόν χωρίς να σπάσει ούτε ένα κεραμίδι. Το κλωνάρι αυτό το κόψαν και το πήραν οι χωριανοί για καυσόξυλα στις αρχές της κατοχής. Σύμπτωση ήταν το πιο πάνω επεισόδιο ή θαύμα; Δεν ξέρω, ούτε έχω άποψη για το πραγματικό αυτό περιστατικό. Οι περισσότεροι στο χωριό το θεώρησαν θαύμα.


8. Την τοποθεσία «ΑΣΜΑΚΙ» (78), ακριβώς ανατολικά από τον ΑΪ ΓΙΩΡΓΗ, με πλούσια νεροπηγή που το πλεόνασμα του νερού της καθώς έτρεχε τον κατήφορο σχημάτισε ένα μικρό ποταμάκι που ονοματίστηκε στα τούρκικα ασμάκι, απ’ όπου πήρε το όνομα η τοποθεσία αυτή.

9. Την τοποθεσία «ΤΣΙΑΪΠ» (79), συνοριακά με το Ασμάκι και νότια απ’ αυτό, στην κορυφογραμμή που εκτείνεται προς το Αναστασίτικο και παράλληλα προς τη θάλασσα. Το πως πήρε την ονομασία αυτή είναι άγνωστο. Ίσως να πρόκειται για παρεφθαρμένη τούρκικη λέξη.

10. Την τοποθεσία «ΤΣΑΙΡΑΚ» (80). Μικρής έκτασης βαλτότοπος σε σημαντικό υψόμετρο, νοτιοδυτικά του Αϊ-Γιώργη, με βρύα και άλλα υδροχαρή βότανα, όπως μέντα, αγριόδυοσμο κ.α. Ένα μικρολείβαδο ανάμεσα σε πυκνό δάσος (ζίγρα) με ποικίλη και πλούσια χλωρίδα.

11. Γειτονικά με το ΤΣΑΙΡΑΚ εντοπίζει ο παρατηρητής την τοποθεσία «ΧΩΡΑΦΟΥΔΙΑ» (77). Πρόκειται για μικροϊδιοκτησίες προερχόμενες από εκχερσώσεις γι αυτό ονομάστηκε η τοποθεσία αυτή ΧΩΡΑΦΟΥΔΙΑ δηλαδή μικρά χωράφια.

12. Σε μικρή απόσταση από τα όρια Κασσανδρινού με το Αναστασίτικο εντοπίζει κανείς την τοποθεσία «ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΦΩΛΙΑ» (81). Μια αρκετά μεγάλη έκταση με πυκνό δάσος από πεύκα και επίσης πυκνή θαμνώδη χλωρίδα (ρείχια, κουμαριές, σουσούρες, σπάρτα, βέτζες, καχτσιές, λαδανιές, μηλιάδια, σκρέμπες, γλυστοκουμαριές, αγριελιές, άγρια κλήματα, κισσό κ.λ.π.). Η τοποθεσία αυτή μαζί με τις «ΜΑΛΤΕΣ», τον «ΚΟΥΡΕΜΕΝΟ», το «ΡΗΓΑ» και τη «ΛΥΚΟΡΑΧΗ» ήταν τα καταφύγια πουλιών κυρίως γερακοειδών και κορακοειδών και ξεχώριζαν ανάμεσα τους οι μεγαλόπρεποι σταυραετοί, απ’ όπου πήρε το όνομα της η τοποθεσία αυτή.

Ακόμα στα δάση των τοποθεσιών αυτών καθώς και σε όλη τη δασωμένη περιοχή της Κασσάνδρας από τις Φώκιες ως το Κάνιστρο (ακρωτήρι στο χωρίο Παλιούρι) ενδημούσαν και πολλά άγρια ζώα όπως, λύκοι, τσακάλια, νυφίτσες, αγριογούρουνα, ελάφια, αλεπούδες, λαγοί κ.ά. που με τον καιρό και ιδίως μετά το άνοιγμα της διώρυγας της Ποτίδαιας, πολλά απ αυτά εξαφανίστηκαν ή μειώθηκε ο αριθμός τους, πιο πολύ στην περίοδο της κατοχής με την καταστροφή των δασών από παράνομη υλοτομία, παράνομη εκχέρσωση και πυρκαγιές. Οι λύκοι και τα τσακάλια εξαφανίστηκαν πιο νωρίς όταν βδέλιασαν οι νεροπηγές και τα μικρρορέματα νερού. Τα αγριογούρουνα εξαφανίστηκαν κι αυτά από το άγριο και παράνομο κυνήγι κι ένα κοπάδι ελάφια χάθηκε ξαφνικά στη δεκαετία του 1920-1930 και κυκλοφόρησε τότε μια φήμη πως τα ελάφια αυτά πέρασαν κολυμπώντας το Θερμαϊκό και βρήκαν καταφύγιο στον Όλυμπο. Τα μεγάλα πουλιά, αετοί και πελαργοί εξαφανίστηκαν κι αυτά στην κατοχή από έλλειψη τροφής και ασφάλειας και μετανάστευσαν σε άλλους τόπους για να επιβιώσουν. Επίσης στα χρόνιο της δεκαετίας 1950-1960 που έγινε κατάχρηση φυτοφαρμάκων στις γεωργικές καλλιέργειες επισημάνθηκε σοβαρή μείωση μικρών ζωών όπως λαγών, ασβών, αλεπούδων, σκαντζόχοιρων, χελωνών και μόνο από το 1980 και δώθε παρατηρείται κάποια με βραδύ ρυθμό εμφάνιση και αύξηση των παραπάνω ειδών.

13. Νοτιοδυτικά της ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΦΩΛΙΑΣ είναι η τοποθεσία «ΑΧΛΑΔΙΕΣ» (76). Ορεινή και δασώδης περιοχή με αφθονία αυτοφυών δένδρων αγριαχλαδιάς (γκορτζιάς) επιδεκτικής στο μπόλιασμα με ποικιλίες αχλαδιάς στο οποίο επιδίδονταν με εξαιρετική επιτυχία οι χωρικοί και κύρια οι τσομπάνηδες που βοσκούσαν στην περιοχή τα κοπάδια τους. Από τα αυτοφυή αυτά και μπολιασμένα δέντρα πήρε το όνομα η περιοχή.

14. Συνοριακά και ανατολικά της προηγούμενης τοποθεσίας είναι η τοποθεσία «ΛΥΚΟΡΑΧΗ» (62). Πυκνοδασωμένη περιοχή σε υψόμετρο χαμηλότερο λίγο της ΡΑΧΩΝΑΣ, καταφύγιο λύκων πριν την οριστική εξαφάνιση τους από την περιοχή της Κασσάνδρας απ’ όπου και πήρε το όνομά της.

Από αριστερά προς τα δεξιά:
τοποθεσίες Μάλτες και Καμίνι,
στο βάθος ο οικισμός Μόλα Καλύβα.
15. Ανατολικά της κατηφόρας του αγροτικού δρόμου Κασσανδρινού - Μόλα Καλύβας ο παρατηρητής εντοπίζει την τοποθεσία «ΜΑΛΤΕΣ» (63). Μια μεγάλη δασωμένη περιοχή μέχρι τον πόλεμο του 1940 και την κατοχή με το ομορφότερο δάσος της Κασσάνδρας, που δυστυχώς κάηκε στην κατοχή. Είχε διαδοθεί τότε η φήμη πως ήταν εμπρησμός αλλά γι αυτό δεν υπήρχε καμιά απόδειξη. Από τότε που κάηκε δεν αναδασώθηκε δυστυχώς, γιατί στην κατοχική περίοδο που δεν υπήρχε οργανωμένο κράτος και πειθαρχική διαβίωση του πληθυσμού, οι Κασαντρινιώτες αν και ήξεραν καλά την αξία του δάσους, με κίνητρο το ατομικό τους και μόνο συμφέρον, κατέλαβαν αυθαίρετα τις καμένες εκτάσεις της ΜΑΛΤΑΣ, τις εκχέρσωσαν, τις καθάρισαν από τα αποκαΐδια και τις έκαναν χωράφια, καρπερά βέβαια για μερικά χρόνια αλλά που γρήγορα εγκαταλείφθηκαν, αφού από σφοδρές βροχοπτώσεις σημειώθηκαν κατολισθήσεις και αχρηστεύθηκαν σαν καλλιεργήσιμη έκταση. Πικρά μετάνιωσαν οι χωριανοί γι αυτό που έκαναν αλλά ήταν πια πολύ αργά. Τα κατεστραμμένα από τις κατολισθήσεις χωράφια φτωχοαναδασώθηκαν αλλά το μεγαλόπρεπο δάσος της ΜΑΛΤΑΣ ήταν πια παρελθόν. Το δάσος αυτό εκτός από την μεγαλόπρεπη ομορφιά του, πρόσφερε άμεσα και πλούσια αγαθά στους Κασσαντρινιώτες αλλά και σε κατοίκους και άλλων χωριών της Κασσάνδρας, όπως μέλι, ρετσίνι, δαδί, οικοδομήσιμη ξυλεία από τα τεράστια πεύκα του, βότανα όπως ρίγανη, τσάι του βουνού, μελισσοβότανο, φασκόμηλο, κινινόχορτο, κι ακόμα από την πλούσια θαμνώδη βλάστηση, κούμαρα για απόσταξη ούζου, κοπρόχωμα για λαχανόκηπους και ανθόκηπους. Επίσης αποτελούσε αντιπλημμυρική θωράκιση κ.ά. Όλα τα παραπάνω αγαθά χάθηκαν για πάντα.

Από της Μάλτας τα απότομα κατηφορικά μονοπάτια φτάνει ο παρατηρητής στον οικισμό «Μόλα Καλύβας» και συνεχίζοντας την περιπλάνηση-περιήγηση στην νότια πλευρά της περιφέρειας του χωριού με κατεύθυνση ανατολικά βαδίζοντας τον περιφερειακό ασφαλτοστρωμένο δημόσιο δρόμο παράλληλα με τη θάλασσα του Αιγαίου εντοπίζει διαδοχικά δύο τοποθεσίες: την τοποθεσία «ΣΥΚΙΑ» (58), μια περιοχή κατάφυτη από καρπερά ελαιόδεντρα· και την τοποθεσία «ΚΑΛΟΥΤΣΙΚΟΣ» (59), όπου και είναι τα όρια των περιφερειών του Κασσανδρινού και του μετοχιού της Αγίας Αναστασίας (Αναστασίτικου).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *